ξεχρεώνω — 1. απαλλάσσω κάποιον από χρέος, από οφειλή («με τις λίγες οικονομίες που είχα ξεχρέωσα τον πατέρα μου») 2. εξοφλώ, απαλείφω χρέος, διαγράφω οφειλή («δουλεύω σκληρά για να ξεχρεώσω το σπίτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χρεώνω] … Dictionary of Greek
ξεχρεώνω — ξεχρέωσα, ξεχρεώθηκα, ξεχρεωμένος 1. απαλλάσσω κάποιον από το χρέος του: Φέτος ξεχρεώσαμε το σπίτι. 2. το μέσ., ξεχρεώθηκα απαλλάσσομαι από χρέος, δίνω ό,τι χρωστώ: Πούλησα το χτήμα και ξεχρεώθηκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχρέωμα — το [ξεχρεώνω) το αποτέλεσμα τού ξεχρεώνω, εξόφληση χρέους, οφειλής … Dictionary of Greek
ανακομίζω — (Α ἀνακομίζω) επαναφέρω, μεταφέρω, παίρνω μαζί μου (στα αρχ. και μέσ.) μσν. νεοελλ. κάνω ανακομιδή, μεταφέρω τα οστά νεκρού από τον τάφο σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού αρχ. Ι. ενεργ. 1. ξεχρεώνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ 2. θεραπεύω, γιατρεύω… … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεπληρώνω — 1. τελειώνω την πληρωμή οφειλής, ξεχρεώνω 2. ανταποδίδω ηθική ή υλική υποχρέωση («κάποια μέρα θα τού τό ξεπληρώσω το καλό που μού έκανε») 3. πληρώνω κάτι ως πρόστιμο ή ως αντιστάθμισμα («να σάς τό ξεπληρώσει ο θεός») 4. εκδικούμαι, τιμωρώ.… … Dictionary of Greek
δυσκολεύω — δυσκόλεψα, δυσκολεύτηκα, δυσκολεμένος 1. κάνω κάτι δύσκολο, εμποδίζω, δυσχεραίνω: Ο άστατος καιρός δυσκόλεψε την κατάσταση. 2. το μέσ., δυσκολεύομαι διστάζω: Δυσκολεύομαι να του μιλήσω. 3. δυσκολεύομαι αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)